μηχανοποιείο

μηχανοποιείο
το
εργοστάσιο κατασκευής μηχανών, μηχανουργείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”